ὅπλ'

ὅπλ'
ὅπλα , ὅπλον
tool
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • Huf, der — Der Huf, des es, plur. die e, der mit einem hornartigen Wesen umgebene untere Theil des Fußes mancher vierfüßigen Thiere, dergleichen das Pferd, der Esel, Maulesel und das Zebra haben, welche Thiere man in der Naturgeschichte einhufige zu nennen… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • ηλουργός — ἡλουργός, ὁ (Μ) ο κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, οπλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμίτης — θαλαμίτης, ό (Α) κωπηλάτης τής κατώτατης σειράς εδωλίων τής αρχαίας τριήρους ο οποίος είχε τα πιο κοντά κουπιά και τη μικρότερη αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + κατάλ. ιτης (πρβλ. λοχ ίτης, οπλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ιππωνώ — ἱππωνῶ, έω (Α) αγοράζω ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνῶ (< ώνης< ὠνοῡμαι), πρβλ. οπλ ωνώ, σιτ ωνώ] …   Dictionary of Greek

  • καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • καμπίτης — καμπίτης, ὁ (Μ) μονομάχος, αυτός που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη μονομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (I) με τη μσν. σημασία «πεδίο μάχης» (< λατ. campus, πρβλ. και campester με τη σημασία «αθλητικός» < campus [Martius] «Πεδίο τού Άρεως»,… …   Dictionary of Greek

  • καναβιουργός — ὁ (Α) επιγρ. αυτός που κατασκευάζει ξύλινους σκελετούς, καν(ν)άβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβος + ουργός (< ἔργον), αντί καν(ν)αβουργός (πρβλ. ξυλουργός, οπλ ουργός), πιθ. από επίδραση τού κάν(ν)αβις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”